- ἀγγειῶδες
- ἀγγειώδηςlike a vesselmasc/fem voc sgἀγγειώδηςlike a vesselneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγγειώδες σπείραμα — Στοιχείο του νεφρώνα, ο οποίος αποτελεί τη στοιχειώδη λειτουργική μονάδα του νεφρού … Dictionary of Greek
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να … Dictionary of Greek
σπείραμα — άματος, το, ΝΑ, και ιων. τ. σπείρημα Α [σπειρῶμαι] καθετί που είναι περιελιγμένο ελικοειδώς νεοελλ. φρ. α) «αγγειώδες σπείραμα» ή «νεφρικό σπείραμα» (ανατ. φυσιολ.) μικροσκοπικό τολύπιο τριχοειδών αγγείων που σχηματίζουν δίκτυο ανάμεσα σε ένα… … Dictionary of Greek
συμπεριφαντάζομαι — Α [περιφαντάζομαι] φαντάζομαι κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω εικόνα για κάτι μαζί με κάτι άλλο («μηδέποτε συμπεριφαντάζου τὸ περικείμενον ἀγγειῶδες κατὰ τὰ ὀργάνια ταῡτα», Μάρκ. Αυρ.) … Dictionary of Greek